- ἐπισκοπικῆς
- ἐπισκοπικόςepiscopalfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοκαθεδρώ — έω, Α επιδιώκω επίμονα την κατάληψη επισκοπικής έδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + καθέδρα «έδρα επισκοπικής αρχής», κατά τα συνηρ. σε έω, ῶ] … Dictionary of Greek
καθέδρα — η (AM καθέδρα) 1. το μέρος στο οποίο κάθεται κάποιος, κάθισμα, θέση 2. επίσημη έδρα, θώκος, θρόνος 3. έδρα επισκοπικής αρχής, πόλη όπου υπάρχει επίσκοπος νεοελλ. φρ. «από καθέδρας» με τόνο που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, με τόνο αυθεντίας… … Dictionary of Greek
μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… … Dictionary of Greek
περιβολή — η, ΝΜΑ [περιβάλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιβάλλω και περιβάλλομαι, περίφραξη, περιτριγύρισμα (α. «η περιβολή τού κτήματος με τοίχο» β. «η περιβολή τού οχυρού με τάφρο») νεοελλ. φρ. α) «περιβολή κρυστάλλου» (ορυκτ.) σύνηθες και… … Dictionary of Greek
σακελ(λ)άριος — ο / σακελλάριος, ΝΜ 1. παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε πρεσβυτέρους ή και σε διακόνους και τού οποίου ο κάτοχος ασκούσε εποπτεία στα μοναστήρια τής επισκοπής, είχε τον έλεγχο τής λειτουργίας τής επισκοπικής φυλακής, δίκαζε… … Dictionary of Greek
Λεμέτρ, Ζορζ Εντουάρ — (Georges Édouard Lemaître, Σαρλερουά 1894 – Λουβέν 1966). Βέλγος αστροφυσικός και μαθηματικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο πανεπιστήμιο της Λουβέν και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου έδειξε μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Λάρνακας (Κύπρου) — Στους δύο χώρους του μουσείου (πλατεία Αγίου Λαζάρου, Λάρνακα) εκτίθενται φορητές εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη και άλλα κειμήλια από το θησαυρό της επισκοπικής εκκλησίας. Η μεγάλη εικόνα στα δεξιά του διαδρόμου που οδηγεί στο δεύτερο χώρο είναι… … Dictionary of Greek
Παλλάδιος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν ασκητής στη Συρία. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Ιανουαρίου. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πούβλιος Ρουτίλιος Ταύρος Αιμιλιανός (4ος αι. π.X.). Συγγραφέας. Έγραψε μία λατινική πραγματεία Περί των… … Dictionary of Greek
Σάμνερ, Ουίλιαμ Γκράχαμ — (Sumner). Αμερικανός κοινωνιολόγος και οικονομολόγος (Πάτερσον 1840 – Ένγκλγουντ 1910). Χρημάτισε υπουργός της Επισκοπικής Εκκλησίας και δίδαξε (1872 1909) πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Γιέηλ στο Νιου Χέηβεν. Η… … Dictionary of Greek
Τσέλσι — (Chelsea). Συνοικία του Λονδίνου αριστερά του Τάμεση, όπου υπήρχαν τον 18o αι. μεγάλα εργοστάσια πορσελάνης. To T. είναι, εξαιτίας της γραφικότητάς του, η αγαπημένη συνοικία των καλλιτεχνών και των συγγραφέων. Aναφέρεται για πρώτη φορά το 786 ως… … Dictionary of Greek